φθοριοπενία

φθοριοπενία
η, Ν
ιατρ. κατάσταση που προκύπτει λόγω ανεπαρκούς λήψης φθορίου από τον οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fluorine deficiency].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”